προφατεύω

προφατεύω
προφᾱτεύω
1 act as a prophet μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ (cf. Πα. 6. 6) fr. 150.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προφατεύω — Α βλ. προφητεύω …   Dictionary of Greek

  • προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”