- προφατεύω
- προφᾱτεύω1 act as a prophet μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ (cf. Πα. 6. 6) fr. 150.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
προφατεύω — Α βλ. προφητεύω … Dictionary of Greek
προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… … Dictionary of Greek